Στὰ ἄλλα ὅμως μαθήματα, τὴ Γεωγραφία, τὰ Μαθηματικά, ἦταν πολὺ καλὴ καὶ ἔπαιρνε εὔκολα τὰ γράμματα.
Ὅταν ἄρχιζε τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὁ δάσκαλος τῆς ἔλεγε ν’ ἀνοίξει τὰ βιβλία της καὶ νὰ μελετήσει τὰ ἄλλα μαθήματα. Ἡ Ἑβραιοπούλα ὅμως τὰ διάβαζε γρήγορα κι ὕστερα, ἀφήνοντας τὰ βιβλία ἀνοιχτὰ μπροστά της, παρακολουθοῦσε τὸν δάσκαλο τῶν Θρησκευτικῶν.
- Διάβαζε, διάβαζε, Σάρρα! τῆς ἔλεγε ἐκεῖνος σοβαρά.
Μὰ ἐκείνη ὕστερα ἀπὸ λίγο πάλι σήκωνε τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια της καὶ τὸν κοίταζε…
Μιὰ φορὰ γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσει, ὁ δάσκαλος τῶν Θρησκευτικῶν τὴ ρώτησε κι ἐκείνη ἀπάντησε καλύτερα ἀπ’ τοὺς ἄλλους συμμαθητές της. Τὰ εἶχε προσέξει ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κλείσει στὴν καρδιά της.
Ὁ πατέρας τῆς Ἑβραιοπούλας, ἕνας καλὸς καὶ θρησκευόμενος ἄνθρωπος, ὅταν ἔστειλε τὴν κόρη του στὸ σχολεῖο, εἶχε βάλει ὅρο νὰ τὴν ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ μικρὴ ὅμως παρακολουθοῦσε μὲ τόση προσοχὴ τὸ ἀπαγορευμένο μάθημα, ὥστε μιὰ μέρα ὁ δάσκαλος πῆγε στὸν πατέρα της καὶ τοῦ εἶπε ἢ νὰ πάρει τὴν κόρη του ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἢ νὰ τὴν ἀφήσει νὰ γίνει Χριστιανή.
- Δὲ μπορῶ πιά, τοῦ εἶπε, νὰ βλέπω ἀδιάκοπα μπροστά μου τὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ μὲ κοιτάζουν μὲ τόση λαχτάρα, μὲ τόση ἀγάπη γιὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου…
Ὁ πατέρας τότε τοῦ ἀπάντησε κλαίγοντας:
- Ἐγὼ δὲν ξέρω καὶ πολλὰ γιὰ τὴ θρησκεία τῶν προγόνων μου. Ἡ γυναίκα μου ὅμως, ἡ μητέρα τῆς Σάρρας, ἦταν μιὰ πιστὴ κόρη τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῆς ὑποσχέθηκα τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε, νὰ μὴν ἀφήσω ποτὲ τὸ παιδί μας νὰ γίνει Χριστιανή. Καὶ πρέπει νὰ κρατήσω τὸν λόγο μου!
Ἔτσι ἡ μικρὴ Ἑβραιοπούλα ἀναγκάστηκε νὰ ἀφήσει τὸ σχολεῖο τῶν Χριστιανῶν.
Πέρασαν χρόνια…
Σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλη δούλευε ὑπηρέτρια μιὰ νεαρὴ Ἑβραία. Τὰ μαλλιά της ἦταν μαῦρα ὅπως ὁ ἔβενος καὶ τὰ μάτια της, μαῦρα καὶ φωτεινά, ἦταν μεγάλα καὶ γλυκά.
Ἦταν ἡ Σάρρα. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου της εἶχε μείνει παιδική, ὅπως τότε ποὺ καθότανε στὸ θρανίο καὶ ἄκουγε τὸν Χριστιανὸ δάσκαλό της.
Κάθε Κυριακὴ οἱ δρόμοι τῆς μικρῆς πολιτείας πλημμύριζαν ἀπ’ τοὺς ὑποβλητικοὺς ἤχους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου ποὺ ἔπαιζε στὴ Μητρόπολη. Ἡ νεαρὴ ὑπηρέτρια ὅμως συνέχιζε τὴ δουλειά της στὸ σπίτι ποὺ τὴν εἶχαν προσλάβει. «Νὰ τηρεῖς ἱερὴ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου», ἔλεγε μέσα της ἡ φωνὴ τοῦ ἑβραϊκοῦ Νόμου. Τὸ Σάββατο ὅμως ἦταν ἐργάσιμη μέρα γιὰ τοὺς Χριστιανούς. «Νὰ μετράει τάχα ὁ Θεὸς τὶς ἡμέρες καὶ τὶς ὧρες;» ἀναρωτιόταν συχνὰ ἡ νέα. Καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ παρηγοριόταν ποὺ δὲ γιόρταζε τὴν Κυριακὴ μὲ τοὺς Χριστιανούς, οὔτε τὸ Σάββατο μὲ τοὺς Ἑβραίους. Διάβαζε μονάχα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸν θησαυρὸ αὐτὸν τοῦ λαοῦ της καὶ ἤξερε τώρα πὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο, γιατὶ ὁ πατέρας της εἶχε τάξει στὴ μητέρα της νὰ μὴν τὴν ἀφήσει ποτὲ νὰ γίνει Χριστιανή… Τὰ λόγια ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὰ εἶχε ἀκούσει ἄλλοτε ἀπ’ τὸν δάσκαλο, ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἀντηχοῦν μὲς στὴν καρδιά της σὰ μιὰ μακρινὴ παιδικὴ ἀνάμνηση, ποὺ τὴν τύλιγε ἡ νοσταλγία τῶν παιδικῶν της χρόνων.
Ἕνα βράδυ καθόταν σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αἴθουσας μαζὶ μὲ τ’ ἀφεντικά της. Ὁ κύριος διάβαζε μιὰ ἱστορία. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἦταν ἀπ’ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Σάρρα μποροῦσε νὰ τὸν ἀκούσει.
Ἦταν μιὰ ἱστορία γιὰ κάποιον Οὖγγρο ἱππότη, ποὺ εἶχε πιαστεῖ αἰχμάλωτος ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο πασά. Ὁ Τοῦρκος τὸν εἶχε ζέψει στὸ ἀλέτρι μαζὶ μὲ τὰ βόδια καὶ τὸν χτυποῦσε μὲ τὸ μαστίγιο χωρὶς λύπηση, ὥσπου ἄρχισε νὰ τρέχει αἷμα ἀπ’ τὶς πληγές του. Ἡ πιστὴ γυναίκα τοῦ ἱππότη πούλησε ὅλα τὰ χτήματά της καὶ δανείστηκε καὶ ἄλλα λεφτὰ ἀπ’ τοὺς φίλους του γιὰ νὰ μαζέψει τὰ λύτρα ποὺ ζητοῦσε ὁ πασάς, γιὰ νὰ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν ἄτυχο ἄντρα της. Ἔτσι ἡ καλή του γυναίκα κατόρθωσε νὰ τὸν ἐξαγοράσει ἀπ’ τὸν πασά.
Λίγο ἀργότερα κηρύχτηκε πάλι πόλεμος καὶ ὁ ἱππότης στάθηκε πιὸ τυχερὸς αὐτὴ τὴ φορά. Σὲ μιὰ μάχη ποὺ νίκησαν οἱ Χριστιανοί, ὁ ἱππότης ἔπιασε αἰχμάλωτο τὸν πασά, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε ἄλλοτε βασανίσει. Ὅταν ἔφεραν τὸν αἰχμάλωτο Τοῦρκο μπροστά του, ὁ ἱππότης τὸν ρώτησε:
- Ξέρεις τώρα τί σὲ περιμένει;
- Ναί, ξέρω! ἀπάντησε ὁ πασάς. Θὰ μ’ ἐκδικηθεῖς!
- Ναί, θὰ σ’ ἐκδικηθῶ! τοῦ ἀπάντησε ὁ Οὖγγρος. Θὰ σ’ ἐκδικηθῶ ὅμως σὰ Χριστιανὸς ποὺ εἶμαι. Ὁ Χριστός μας ἔχει προστάξει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ν’ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη! Πήγαινε στὸ καλό, γύρισε στὴν πατρίδα σου καὶ κοίταξε ἄλλη φορὰ νὰ εἶσαι σπλαχνικὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουνε τὴν ἀνάγκη σου!
Ὁ αἰχμάλωτος, σὰν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Ποῦ νὰ βάλω στὸν νοῦ μου τόσην ἀνθρωπιά! ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Ἐκεῖ ποὺ περίμενα μαρτύρια καὶ πῆρα τὸ δηλητήριο ποὺ ἔχω πάντα μαζί μου γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπ’ τὴν ἐκδίκησή σου, ἐσὺ μοῦ χαρίζεις τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία! Τώρα ὅμως εἶναι ἀργὰ πιά… Σὲ λίγες ὧρες θὰ εἶμαι νεκρός… Πρὶν πεθάνω, ὡστόσο, θέλω νὰ γίνω Χριστιανός, θέλω νὰ ἀκολουθήσω Ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει σκορπίσει τόση ἀγάπη στὸν κόσμο! Θέλω νὰ πεθάνω Χριστιανός…
Καὶ ἔτσι πραγματικὰ ἔγινε.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἱστορία ποὺ διάβασε ὁ κύριος τῆς Σάρρας ἀπ’ τὸ παλιὸ βιβλίο. Ὅλοι ὅσοι τὴν ἄκουσαν συγκινήθηκαν πολύ, περισσότερο ὅμως ἡ Σάρρα, ἡ Ἑβραιοπούλα, ποὺ καθότανε στὴ γωνιά της κι ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ ἀπὸ τὴ νοσταλγία, καθὼς ἀναθυμόταν τὰ παιδικά της χρόνια καὶ τὰ λόγια τοῦ καλοῦ της δασκάλου.
Ὡστόσο τὴν ἴδια στιγμὴ ἀντήχησαν μέσα της καὶ τὰ λόγια τῆς μητέρας της, ποὺ τὰ εἶχε πεῖ στὸν πατέρα της:
«Νὰ μὴν ἀφήσεις τὸ παιδί μας νὰ γίνει Χριστιανή!»
Ἀμέσως ὕστερα ἡ Σάρρα ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἑβραϊκοῦ Νόμου: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου!»
Καὶ ἡ Σάρρα ἄρχισε τότε νὰ σκέφτεται: «Οἱ Χριστιανοὶ δὲ μὲ δέχονται στὴν κοινωνία τους. Ἀπὸ μικρὴ στὸ σχολεῖο, τὸ νοιώθω καλὰ πὼς μὲ παραμερίζουν. Ἡ θρησκεία τους ὅμως εἶναι παντοδύναμη καὶ μία της ἀχτίδα ἔχει φωτίσει βαθιὰ τὴν καρδιά μου κι ἂς κλείνω τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν τὴν ἰδῶ».
»Δὲν πρόκειται ὅμως νὰ σὲ στενοχωρήσω στὸν τάφο σου, καλή μου μητέρα! συνέχισε τοὺς συλλογισμούς της ἡ Σάρρα. Δὲ θὰ πατήσω τὸν λόγο ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας! Θὰ μείνω πιστὴ στὸν Θεὸ τῶν προγόνων μας!»
Πέρασαν πάλι ἀρκετὰ χρόνια…
Ὁ κύριος τῆς Σάρρας πέθανε. Ἡ χήρα του ἔμεινε χωρὶς πόρους κι ἔτσι ἀναγκάστηκε ν’ ἀπολύσει τὴν ὑπηρέτριά της. Ἡ Σάρρα ὅμως δὲ δέχτηκε ν’ ἀφήσει τὴν κυρία της, ἔγινε μάλιστα τὸ μεγάλο της στήριγμα στὰ γεράματά της. Πῆρε δουλειὲς στὸ σπίτι, δούλευε ὣς ἀργὰ τὴ νύχτα κι ἔτσι ἔβγαζε ἀρκετὰ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συντηρεῖ τὴ γριὰ κυρία της.
Ἀργότερα, ὅταν ἀρρώστησε καὶ ἔμενε στὸ νοσοκομεῖο, ἡ Σάρρα πήγαινε καὶ τὴν ἔβλεπε ταχτικά, τὴ φρόντιζε σὰ νά ‘ταν μητέρα της καὶ ἔγινε πραγματικὰ ὁ προστάτης της ἄγγελος.
- Ἐκεῖ στὸ τραπέζι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε κάποια βραδιὰ ἡ ἄρρωστη. Διάβασέ μου ἀπὸ ‘κεῖ… Ἡ ψυχή μου εἶναι κουρασμένη καὶ διψάει γιὰ ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου!
Ἡ Σάρρα ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Πῆρε ὡστόσο τὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἄνοιξε καὶ διάβασε τῆς ἄρρωστης. Καθὼς διάβαζε, ἔλεγε μέσα της: «Μὴ φοβᾶσαι, μητέρα, ἡ κόρη σου δὲ θὰ βαφτιστεῖ Χριστιανή… Θὰ τιμήσω τὴ θέλησή σου ἐδῶ στὴ γῆ. Πέρα ἀπ’ αὐτὸ ὅμως, στὸν ἄλλο κόσμο, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους… Κι ἐκεῖ μὲ περιμένει ὁ Χριστός! Νὰ τὸ ξέρεις…»
Καὶ προφέροντας τὸ πανάγιο Ὄνομά Του ἡ Σάρρα ἔτρεμε ὁλόκληρη. Κάτι σὰ βάφτισμα ἀπὸ φλόγες τὴν κυρίεψε καί, νικώντας τὸ σῶμα της, τὴν ἔκαμε νὰ λιποθυμήσει.
Ἡ ἄρρωστη, καθὼς τὴν εἶδε νὰ λιποθυμᾶ, σκέφτηκε:
- Τὴν καημένη τὴ Σάρρα! Παρακουράστηκε φροντίζοντάς με…
Τὴν πήγανε στὸ νοσοκομεῖο κι ἐκεῖ ἡ Σάρρα πέθανε. Τὴν κηδέψανε ὄχι στὸν περίβολο τοῦ νεκροταφείου, ὅπου ἀναπαύονται μόνο οἱ Χριστιανοί, μὰ ἀνοίξαν τὸν τάφο της ἔξω, κοντὰ στὸν τοῖχο…
Ὁ ἥλιος τοῦ Θεοῦ ὅμως, ποὺ φωτίζει ὅλο τὸν κόσμο, χάιδευε μὲ τὶς ἀχτίδες του τὸν τάφο τῆς Ἑβραιοπούλας, ὅπως δὰ καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους τάφους… Καὶ ὅταν γινόταν παράκληση πάνω ἀπὸ τοὺς ξένους τάφους, οἱ ψαλμοὶ ἔφταναν καὶ στὸν μοναχικὸ καὶ ἀπόμερο τάφο τῆς Σάρρας, γιὰ νὰ τῆς φέρουν τὸ μεγάλο μήνυμα τῆς Ἀνάστασης, μιὰ καὶ ἡ Ἑβραία ἤξερε πιὰ καλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ Κύριος τὰ εἶχε πεῖ στοὺς ἀποστόλους Του:
«Ὁ Ἰωάννης σᾶς βάφτισε μὲ νερό, ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς βαφτίσω μὲ τὴ φωτιά!» (Ματθ. 3, 11).
Πηγή: Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν, ΑΠΑΝΤΑ, τ. Ε΄, ἐκδόσεις Ι. Δ. ΑΡΣΕΝΙΔΗ, Ἀθήνα.
Ἀντιγραφή-Ἐπιμέλεια: «Ἀντιύλη» - Ἱ. Ν. Ἁγίου Βασιλείου, Πρέβεζα.
E-mail: antiyli.gr@gmail.com.
Σχόλιο ἀπὸ «Ἀντιύλη»: Ὁ Παράκλητος, ἡ Θεία Χάρη, δρᾶ κυριαρχικά, ἐλεύθερα καὶ ὄχι δουλικά. Δὲν ὑπόκειται, ἀλλὰ ὑπερβαίνει (ὅπου δεῖ) τὰ σχήματα τοῦ νῦν αἰῶνος. Ἀναζητεῖ τὰ ἐσκορπισμένα πρόβατα γιὰ νὰ τὰ φέρει στὴ μία ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
«Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3, 8). Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πνέει σὲ ὅσους θέλει, ὅταν θέλει, σὲ ὅσο βαθμὸ θέλει, μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι σὲ κάποια θολὴ θρησκευτικότητα.
Ὑπάρχει, πλὴν τοῦ κανονικοῦ βαπτίσματος, τὸ βάπτισμα αἵματος (μάρτυρες) καὶ τὸ βάπτισμα πυρός. «Αὐτὸς ἡμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Λουκ. 3, 16). Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν (Πεντηκοστὴ) εἶναι βάπτισμα πυρός. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἡ ἐπισκίασή της ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου (Εὐαγγελισμὸς) εἶναι ἕνα εἰδικὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβε μόνο ἡ Παναγία μας (Λουκ. 1, 35).
Κάθε ἄνθρωπος ποὺ εἶναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» καὶ «ἐκ τῆς ἀληθείας», ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ὅπως ἔγινε μὲ τὴ Σάρρα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἄντερσεν. «Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει» (Ἰω. 8, 47· 18, 37· 10, 27). Ἡ δύναμη τοῦ λόγου του εἶναι καταλυτική. Ὅταν κάποιος ἀγαπάει πραγματικὰ τὸ καλό, τὴν ἀλήθεια, ὁ Θεός, «οἷς ἐπίσταται κρίμασι», μὲ τρόπους ποὺ μόνο αὐτὸς γνωρίζει, θὰ τὸν ἑλκύσει «πρὸς ἑαυτόν», ὅσα ἐμπόδια καὶ ἂν παρεμβληθοῦν ἀνάμεσά τους.
Ὁ Ἄντερσεν μᾶς ἐκπλήσσει εὐχάριστα μὲ τὸ ὡραιότατο παραμύθι του. Στηρίζεται ἄραγε σὲ πραγματικὴ ἱστορία; Καθόλου ἀπίθανο. Ἂν ὄχι, ὑποκλινόμαστε στὴν ἐμπνευσμένη φαντασία του. Ὅπως κι ἂν ἔχει, εἶναι συγκλονιστικό!