Το φυσικό περιβάλλον αντιμετωπίζεται
με θαυμασμό για το κάλλος και τη νομοτέλειά του, αλλά και με αίσθημα
σεβασμού του ως πλάσης του Θεού.
Συμβουλές όπως “αλλάξτε τις λάμπες σας με οικονομικούς λαμπτήρες φθορισμού” ή “χρησιμοποιείτε το κλιματιστικό σας στους 27 βαθμούς” ακούγονται παντού.
Το ερώτημα είναι αν φτάνουν αυτές οι μικροαλλαγές για να σταματήσουμε την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και να του επιτρέψουμε να ξαναβρεί τις ισορροπίες του. Μάλλον όχι.
.
Ευτυχώς, έχουν υπάρξει και
πιο σοβαρές φωνές, που πρότειναν τη ριζική περικοπή της κατανάλωσης για
την ανάλογη μείωση της οικολογικής επιβάρυνσης του πλανήτη μας.
Στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης έχει εργαστεί και η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από το 1988. Αλλά τι διαφορετικό έχει να προσφέρει η πρόταση της Εκκλησίας;
Η στάση των Χριστιανών
Ως κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα, οι Χριστιανοί δε μένουν απαθείς απέναντι στην οικολογική καταστροφή. Άλλοτε συντελούν ενεργά σε αυτήν και άλλοτε εργάζονται για την αποτροπή της.
Οι προτεστάντες θεολόγοι ήταν αυτοί που θεμελίωσαν θεωρητικά το δικαίωμα του ανθρώπου να βιάζει τη φύση στα πλαίσια των οικονομικών του δραστηριοτήτων, παρερμηνεύοντας την εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους: “αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς” (Γέν. α’ 28).
Η διαπίστωση αυτή, είναι γενικώς αποδεκτή στο δυτικό κόσμο, γι’ αυτό και οι απανταχού της γης νεοπαγανιστές στηρίζουν τον προσηλυτισμό τους στις “οικολογικές μας ευαισθησίες” και καταφέρονται κατά του Χριστιανισμού μνημονεύοντας την προτεσταντική θεωρία. Η τοποθέτηση όμως της Ορθόδοξης θεολογίας είναι τελείως διαφορετική.
Σχέση θεολογίας-οικολογίας
Ίσως ρωτήσει κάποιος τι σχέση έχει η θεολογία με την περιβαλλοντική επιστήμη, ώστε να δικαιούται να τοποθετηθεί σχετικά με το οικολογικό πρόβλημα. Κι όμως έχει. Η Ορθόδοξη θεολογία εξετάζει εκτενώς τον άνθρωπο και τη φύση ως δημιουργήματα του Θεού. Ο Θεός, ο άνθρωπος, η φύση και η σχέση μεταξύ τους αναλύεται στην Αγία Γραφή και ερμηνεύεται εκτενώς από τη φωτισμένη διδαχή των Πατέρων.
Το φυσικό περιβάλλον αντιμετωπίζεται με θαυμασμό για το κάλλος και τη νομοτέλειά του, αλλά και με αίσθημα σεβασμού του ως πλάσης του Θεού.
Πιο συγκεκριμένα, κατά το Θεόφιλο Αντιοχείας, «η Αγία Γραφή μας διδάσκει με σαφήνεια ότι ο Παράδεισος δημιουργήθηκε κάτω από αυτόν τον ουρανό, όπου βρίσκονται και οι ανατολές και η γη» και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπληρώνει ότι «ο τεχνίτης Λόγος συνέδεσε το παν και αυτό αποτελεί κόσμο (κόσμημα), όπως λέγεται, και κάλλος απρόσιτο, και δεν επινόησε ποτέ τίποτα λαμπρότερο ή μεγαλοπρεπέστερο από αυτόν».
Η θέση του ανθρώπου μέσα στο σύνολο της Δημιουργίας δεν είναι τυχαία. «Ο άνθρωπος είναι κέντρο της σκοπιμότητας του υλικού κόσμου και η ιστορία του προσδιορίζει την ιστορία και τη μοίρα του κόσμου», όπως μας λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Ο άνθρωπος είναι δεμένος με τη φύση, καθώς από αυτή λαμβάνει την τροφή του.
Επιπλέον, ο Θεός τοποθετώντας τον μέσα στον υλικό κόσμο τού έδωσε την εντολή «ἐργάζεσθαι αὐτὸν [τον παράδεισο] καὶ φυλάσσειν» (Γεν. β΄ 15), αναθέτοντας το αξίωμα του οικονόμου και διαχειριστή της φύσης. Ο άνθρωπος, ωστόσο, ...
δεν είναι κύριος της φύσης, αλλά Κύριος και αφέντης της είναι ο ίδιος ο Θεός. Με την εντολή του «φυλάσσειν» ο άνθρωπος καλείται να διαφυλάξει το περιβάλλον κι όχι να το καταστρέψει. Ταυτόχρονα καλείται να λειτουργεί στη φύση σαν ιερέας ο οποίος αναφέρει και προσφέρει την υλική κτίση στο Δημιουργό της, αποδίδοντας «τα Σα εκ των Σων».
Με την εντολή του «εργάζεσθαι» η στάση του ανθρώπου έναντι του φυσικού κόσμου και των στοιχείων, που τον συγκροτούν γίνεται ενεργητική. Ο άνθρωπος, δημιουργεί εντός του κόσμου πολιτισμό, τέχνες και θεσμούς, μιμούμενος έτσι το Δημιουργό των όλων Θεό. Η χρήση όμως της φύσης σε αυτές τις δραστηριότητες του ανθρώπου πρέπει να είναι «ένθεσμη», κατά τον άγιο Φώτιο, δηλαδή σύμφωνη με τη θεία βούληση. Αυτή η απαίτηση συνεπάγεται και την υποχρέωση του ανθρώπου για το σεβασμό της φυσικής βιολογικής τάξης και την αποχή του από βιοτεχνολογικές ή καταχρηστικές απόπειρες διατάραξής της.
Η διατάραξη της φυσικής τάξης
Παραπάνω περιγράψαμε τον αρχικό προορισμό, που έλαβε ο άνθρωπος προπτωτικά ως οικονόμος και διαχειριστής της κτίσεως. Με την πτώση των πρωτοπλάστων, ο άνθρωπος έχασε την αρμονική σχέση προς το Θεό, αλλά και προς τη φύση, η οποία έκτοτε «συστενάζει». Ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι «η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα», με αποτέλεσμα να έχει και αυτή ανάγκη λύτρωσης από τη φθορά. Οι κοσμικές συνέπειες της πτώσης άρθηκαν αντικειμενικά με την ενσάρκωση και τη θυσία του Χριστού, η αυτονόμηση όμως του ανθρώπου από Αυτόν και η άρνηση οικειοποίησης της σωτηρίας συνεχίζει να επιφέρει καταστρεπτικά αποτελέσματα στο περιβάλλον.
Η λύτρωση του φυσικού περιβάλλοντος θα γίνει εσχατολογικά. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου μάς αναφέρει για μία νέα κτίση, που θα προκύψει από τη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κόσμου με την οριστική επικράτηση του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε, η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Δημιουργό του οδηγεί σε καταστάσεις που περιγράφονται ως εξής: μόλυνση του αέρα από την εκπομπή πυρός, καπνού και θείου, πρόκληση έλκους κακού και πονηρού στους ανθρώπους, μόλυνση της θάλασσας και εξαφάνιση των θαλάσσιων ζώων, μόλυνση πηγών και ποταμών. Η αιτία για όλα αυτά είναι η οικονομική υποδούλωση των ανθρώπων και η άρνηση τους να αναγνωρίσουν το Θεό. Η απόλυτη πολιτική οικονομία, δηλαδή η άρνηση της θείας δημιουργίας και Οικονομίας, συνοδεύεται από τη λατρεία της κρατικής εξουσίας στο πρόσωπο του άρχοντα και από τον απόλυτο έλεγχο του οικονομικού και εμπορικού βίου των πολιτών (Αποκ. ιγ΄ 16). Ο Μέγας Βασίλειος σχολιάζοντας αναφέρει ότι «και τα κακά από μας τους ίδιους θα εμφανισθούν».
Ο ρόλος της τεχνολογίας
Με την επικράτηση του Διαφωτισμού και την συνακόλουθη άρνηση της θείας κυριότητας, τάξης και αρμονίας της κτίσης, επικράτησε η ιδέα ότι ο κόσμος βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να τον ερευνά και να τον εκμεταλλεύεται χωρίς περιορισμό, σαν κτήμα του. Πρόσφορο όργανο εκπλήρωσης αυτής της κυριαρχικής βουλιμίας του ανθρώπου επί του φυσικού κόσμου και αναζήτησης της ισοθεΐας του αποτέλεσε η τεχνολογία. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η τεχνολογία δεν είναι κακή, καθώς κατά το Μέγα Φώτιο, πηγάζει από το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου, ως μίμηση των έργων του Δημιουργού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος, ωστόσο, αγνόησε τη σοφία που πηγάζει από το «νου της ψυχής», και στηρίχθηκε στις «αισθήσεις», οι οποίες «αναζητούν τη σωματική ηδονή και αποστρέφονται την επακόλουθη οδύνη».
Έτσι, έστρεψε την πορεία του πολιτισμού προς το χρήσιμο και το ευχάριστο και κήρυξε πόλεμο κατά του φυσικού κόσμου. Αυτή η παραδοχή επιβεβαιώνει τη θέση μας ότι η θεολογία μπορεί να προσφέρει μια βαθύτερη θεώρηση του οικολογικού προβλήματος. Ως αιτία των περιβαλλοντικών καταστροφών ανευρίσκεται η φιληδονία των ανθρώπων και εν γένει η φιλαυτία. Χωρίς την αντιμετώπισή της, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν μπορεί να σταματήσει. Στο σημείο αυτό, η πρόταση της Ορθοδοξίας μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα.
Ένα πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να σώσουμε το περιβάλλον: Μετάνοια
Όπως είδαμε, το οικολογικό πρόβλημα δεν είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία απλώς πρόβλημα καταστροφής της Φύσης, αλλά καταστροφής του χώρου στον οποίο αποκαλύπτεται συνεχώς η βουλή του Θεού για τον άνθρωπο. Με την ασκητική της αντίληψη, η Ορθοδοξία διδάσκει την αποφυγή του πλεονασμού, διότι «η ζωή μας δε στηρίζεται στην περίσσεια». «Είτε τρώμε, είτε πίνουμε, όλα τα κάνουμε εις δόξαν Θεού» και «ο άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο με την υλική τροφή». Παράλληλα, η Αγία Γραφή με την εντολή του «φυλάσσειν» προβάλλει την αρχή της προστασίας των φυσικών πόρων, την οποία και εμμέσως προτείνει με το θεσμό της νηστείας. Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό, η λύση του οικολογικού προβλήματος εξαρτάται από τη ριζική αλλαγή των σχέσεών μας με τον κόσμο, με τους συνανθρώπους μας και με το Θεό και όχι με ημίμετρα και παραλλαγές. Η Μετάνοια και η επιστροφή μας στην απλή και ταπεινή ζωή είναι η μόνη ουσιαστική διέξοδος. Είναι η μόνη δυνατή σωτηρία του πλανήτη και είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Από μας εξαρτάται.
πηγή: xfd
Συμβουλές όπως “αλλάξτε τις λάμπες σας με οικονομικούς λαμπτήρες φθορισμού” ή “χρησιμοποιείτε το κλιματιστικό σας στους 27 βαθμούς” ακούγονται παντού.
Το ερώτημα είναι αν φτάνουν αυτές οι μικροαλλαγές για να σταματήσουμε την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και να του επιτρέψουμε να ξαναβρεί τις ισορροπίες του. Μάλλον όχι.
.
Η Ορθόδοξη θεολογία εξετάζει εκτενώς τον άνθρωπο
και τη φύση ως δημιουργήματα του Θεού. |
Στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης έχει εργαστεί και η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από το 1988. Αλλά τι διαφορετικό έχει να προσφέρει η πρόταση της Εκκλησίας;
Η στάση των Χριστιανών
Ως κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα, οι Χριστιανοί δε μένουν απαθείς απέναντι στην οικολογική καταστροφή. Άλλοτε συντελούν ενεργά σε αυτήν και άλλοτε εργάζονται για την αποτροπή της.
Οι προτεστάντες θεολόγοι ήταν αυτοί που θεμελίωσαν θεωρητικά το δικαίωμα του ανθρώπου να βιάζει τη φύση στα πλαίσια των οικονομικών του δραστηριοτήτων, παρερμηνεύοντας την εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους: “αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς” (Γέν. α’ 28).
Η διαπίστωση αυτή, είναι γενικώς αποδεκτή στο δυτικό κόσμο, γι’ αυτό και οι απανταχού της γης νεοπαγανιστές στηρίζουν τον προσηλυτισμό τους στις “οικολογικές μας ευαισθησίες” και καταφέρονται κατά του Χριστιανισμού μνημονεύοντας την προτεσταντική θεωρία. Η τοποθέτηση όμως της Ορθόδοξης θεολογίας είναι τελείως διαφορετική.
Σχέση θεολογίας-οικολογίας
Ίσως ρωτήσει κάποιος τι σχέση έχει η θεολογία με την περιβαλλοντική επιστήμη, ώστε να δικαιούται να τοποθετηθεί σχετικά με το οικολογικό πρόβλημα. Κι όμως έχει. Η Ορθόδοξη θεολογία εξετάζει εκτενώς τον άνθρωπο και τη φύση ως δημιουργήματα του Θεού. Ο Θεός, ο άνθρωπος, η φύση και η σχέση μεταξύ τους αναλύεται στην Αγία Γραφή και ερμηνεύεται εκτενώς από τη φωτισμένη διδαχή των Πατέρων.
Το φυσικό περιβάλλον αντιμετωπίζεται με θαυμασμό για το κάλλος και τη νομοτέλειά του, αλλά και με αίσθημα σεβασμού του ως πλάσης του Θεού.
Πιο συγκεκριμένα, κατά το Θεόφιλο Αντιοχείας, «η Αγία Γραφή μας διδάσκει με σαφήνεια ότι ο Παράδεισος δημιουργήθηκε κάτω από αυτόν τον ουρανό, όπου βρίσκονται και οι ανατολές και η γη» και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπληρώνει ότι «ο τεχνίτης Λόγος συνέδεσε το παν και αυτό αποτελεί κόσμο (κόσμημα), όπως λέγεται, και κάλλος απρόσιτο, και δεν επινόησε ποτέ τίποτα λαμπρότερο ή μεγαλοπρεπέστερο από αυτόν».
Η θέση του ανθρώπου μέσα στο σύνολο της Δημιουργίας δεν είναι τυχαία. «Ο άνθρωπος είναι κέντρο της σκοπιμότητας του υλικού κόσμου και η ιστορία του προσδιορίζει την ιστορία και τη μοίρα του κόσμου», όπως μας λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Ο άνθρωπος είναι δεμένος με τη φύση, καθώς από αυτή λαμβάνει την τροφή του.
Επιπλέον, ο Θεός τοποθετώντας τον μέσα στον υλικό κόσμο τού έδωσε την εντολή «ἐργάζεσθαι αὐτὸν [τον παράδεισο] καὶ φυλάσσειν» (Γεν. β΄ 15), αναθέτοντας το αξίωμα του οικονόμου και διαχειριστή της φύσης. Ο άνθρωπος, ωστόσο, ...
δεν είναι κύριος της φύσης, αλλά Κύριος και αφέντης της είναι ο ίδιος ο Θεός. Με την εντολή του «φυλάσσειν» ο άνθρωπος καλείται να διαφυλάξει το περιβάλλον κι όχι να το καταστρέψει. Ταυτόχρονα καλείται να λειτουργεί στη φύση σαν ιερέας ο οποίος αναφέρει και προσφέρει την υλική κτίση στο Δημιουργό της, αποδίδοντας «τα Σα εκ των Σων».
Με την εντολή του «εργάζεσθαι» η στάση του ανθρώπου έναντι του φυσικού κόσμου και των στοιχείων, που τον συγκροτούν γίνεται ενεργητική. Ο άνθρωπος, δημιουργεί εντός του κόσμου πολιτισμό, τέχνες και θεσμούς, μιμούμενος έτσι το Δημιουργό των όλων Θεό. Η χρήση όμως της φύσης σε αυτές τις δραστηριότητες του ανθρώπου πρέπει να είναι «ένθεσμη», κατά τον άγιο Φώτιο, δηλαδή σύμφωνη με τη θεία βούληση. Αυτή η απαίτηση συνεπάγεται και την υποχρέωση του ανθρώπου για το σεβασμό της φυσικής βιολογικής τάξης και την αποχή του από βιοτεχνολογικές ή καταχρηστικές απόπειρες διατάραξής της.
Η διατάραξη της φυσικής τάξης
Παραπάνω περιγράψαμε τον αρχικό προορισμό, που έλαβε ο άνθρωπος προπτωτικά ως οικονόμος και διαχειριστής της κτίσεως. Με την πτώση των πρωτοπλάστων, ο άνθρωπος έχασε την αρμονική σχέση προς το Θεό, αλλά και προς τη φύση, η οποία έκτοτε «συστενάζει». Ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι «η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα», με αποτέλεσμα να έχει και αυτή ανάγκη λύτρωσης από τη φθορά. Οι κοσμικές συνέπειες της πτώσης άρθηκαν αντικειμενικά με την ενσάρκωση και τη θυσία του Χριστού, η αυτονόμηση όμως του ανθρώπου από Αυτόν και η άρνηση οικειοποίησης της σωτηρίας συνεχίζει να επιφέρει καταστρεπτικά αποτελέσματα στο περιβάλλον.
Η λύτρωση του φυσικού περιβάλλοντος θα γίνει εσχατολογικά. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου μάς αναφέρει για μία νέα κτίση, που θα προκύψει από τη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κόσμου με την οριστική επικράτηση του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε, η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Δημιουργό του οδηγεί σε καταστάσεις που περιγράφονται ως εξής: μόλυνση του αέρα από την εκπομπή πυρός, καπνού και θείου, πρόκληση έλκους κακού και πονηρού στους ανθρώπους, μόλυνση της θάλασσας και εξαφάνιση των θαλάσσιων ζώων, μόλυνση πηγών και ποταμών. Η αιτία για όλα αυτά είναι η οικονομική υποδούλωση των ανθρώπων και η άρνηση τους να αναγνωρίσουν το Θεό. Η απόλυτη πολιτική οικονομία, δηλαδή η άρνηση της θείας δημιουργίας και Οικονομίας, συνοδεύεται από τη λατρεία της κρατικής εξουσίας στο πρόσωπο του άρχοντα και από τον απόλυτο έλεγχο του οικονομικού και εμπορικού βίου των πολιτών (Αποκ. ιγ΄ 16). Ο Μέγας Βασίλειος σχολιάζοντας αναφέρει ότι «και τα κακά από μας τους ίδιους θα εμφανισθούν».
Ο ρόλος της τεχνολογίας
Με την επικράτηση του Διαφωτισμού και την συνακόλουθη άρνηση της θείας κυριότητας, τάξης και αρμονίας της κτίσης, επικράτησε η ιδέα ότι ο κόσμος βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να τον ερευνά και να τον εκμεταλλεύεται χωρίς περιορισμό, σαν κτήμα του. Πρόσφορο όργανο εκπλήρωσης αυτής της κυριαρχικής βουλιμίας του ανθρώπου επί του φυσικού κόσμου και αναζήτησης της ισοθεΐας του αποτέλεσε η τεχνολογία. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η τεχνολογία δεν είναι κακή, καθώς κατά το Μέγα Φώτιο, πηγάζει από το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου, ως μίμηση των έργων του Δημιουργού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος, ωστόσο, αγνόησε τη σοφία που πηγάζει από το «νου της ψυχής», και στηρίχθηκε στις «αισθήσεις», οι οποίες «αναζητούν τη σωματική ηδονή και αποστρέφονται την επακόλουθη οδύνη».
Έτσι, έστρεψε την πορεία του πολιτισμού προς το χρήσιμο και το ευχάριστο και κήρυξε πόλεμο κατά του φυσικού κόσμου. Αυτή η παραδοχή επιβεβαιώνει τη θέση μας ότι η θεολογία μπορεί να προσφέρει μια βαθύτερη θεώρηση του οικολογικού προβλήματος. Ως αιτία των περιβαλλοντικών καταστροφών ανευρίσκεται η φιληδονία των ανθρώπων και εν γένει η φιλαυτία. Χωρίς την αντιμετώπισή της, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν μπορεί να σταματήσει. Στο σημείο αυτό, η πρόταση της Ορθοδοξίας μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα.
Ένα πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να σώσουμε το περιβάλλον: Μετάνοια
Όπως είδαμε, το οικολογικό πρόβλημα δεν είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία απλώς πρόβλημα καταστροφής της Φύσης, αλλά καταστροφής του χώρου στον οποίο αποκαλύπτεται συνεχώς η βουλή του Θεού για τον άνθρωπο. Με την ασκητική της αντίληψη, η Ορθοδοξία διδάσκει την αποφυγή του πλεονασμού, διότι «η ζωή μας δε στηρίζεται στην περίσσεια». «Είτε τρώμε, είτε πίνουμε, όλα τα κάνουμε εις δόξαν Θεού» και «ο άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο με την υλική τροφή». Παράλληλα, η Αγία Γραφή με την εντολή του «φυλάσσειν» προβάλλει την αρχή της προστασίας των φυσικών πόρων, την οποία και εμμέσως προτείνει με το θεσμό της νηστείας. Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό, η λύση του οικολογικού προβλήματος εξαρτάται από τη ριζική αλλαγή των σχέσεών μας με τον κόσμο, με τους συνανθρώπους μας και με το Θεό και όχι με ημίμετρα και παραλλαγές. Η Μετάνοια και η επιστροφή μας στην απλή και ταπεινή ζωή είναι η μόνη ουσιαστική διέξοδος. Είναι η μόνη δυνατή σωτηρία του πλανήτη και είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Από μας εξαρτάται.
Ζείδωρος
[Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο του Καθηγητή κ. Ηλία Οικονόμου «Ορθοδοξία και Οικολογία»]πηγή: xfd
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου