Σελίδες

Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

Το ξερό αντίδωρο

Η ιστορία, που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή, όσα απίστευτα στοιχεία και αν έχει. Συνέβη στις αρχές Δεκέμβρη 2007.

Οι έννοιες και οι φροντίδες της καθημερινότητας με είχαν καταβάλει εκείνο τον καιρό και ιδιαίτερα κάποιες οικογενειακές υποθέσεις μου είχαν προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τα έχει αυτά η ζωή. Αυτό, όμως, που ένοιωσα εκείνο το πρωί ήταν για μένα -έτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.

Από την προηγούμενη είχα κάποιες εκκρεμότητες να φέρω σε πέρας και μάλιστα οικονομικές, που με είχαν στενοχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ. Είχα πάει στο ταμείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργάζομαι και είχα εισπράξει το ποσό ενός δανείου 20.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσω την τράπεζα η οποία μας έβγαλε το εξοχικό σπίτι σε πλειστηριασμό και προχώρησε σε κατάσχεση. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη, γιατί αυτό το σπίτι είχε φτιαχτεί με πολύ μόχθο και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί για διακοπές.

Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το χάσω, αν και οικονομικά ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αφού βασιζόμουν μόνο στο μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα από την υπηρεσία δάνειο, για το οποίο μου κρατάνε κάθε μήνα 250 ευρώ από το μισθό.

Μόλις το εισέπραξα σε μετρητά πήγα στην τράπεζα και έστειλα 6.000 ευρώ σε έναν θείο, που είχε καταβάλει εγγύηση για να μη γίνει η κατάσχεση και τα υπόλοιπα 14.000 θα τα έβαζα σε λογαριασμό της τράπεζας, τον οποίο όμως δεν είχα και έπρεπε να τηλεφωνήσω να μου τον πουν. Και ώσπου να τελειώσω με όλα αυτά η τράπεζα έκλεισε.

Έτσι σκέφθηκα να αφήσω τα χρήματα, μαζί με όλα τα χαρτιά, όπως ήταν,μέσα στο αυτοκίνητό μου, στο τσεπάκι της πόρτας του οδηγού. Εκεί ποιός να τα πειράξει. Άλλωστε πρωί-πρωί θα πήγαινα να τα καταθέσω. Ποτέ δεν είχα χάσει κάτι από το αυτοκίνητο. Μάλιστα τα έβαλα σε ένα φάκελο από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών καθώς τους φύλαγα, όταν η ταμίας μας πλήρωνε και μας έβαζε τα χρήματα στο φάκελο.

Εγώ πάντα της γκρίνιαζα γι’ αυτό ότι ο τρόπος αυτός είναι απαρχαιωμένος, αλλά εκείνη εξακολουθούσε το σύστημά της. Έτσι κρατούσα τους φακέλους κι όλο και κάπου μου χρησίμευαν. Ίσως σας κουράζω με λεπτομέρειες αλλά θα δείτε παρακάτω γιατί σας τις αναφέρω.

Εκείνο το πρωί λοιπόν ξεκίνησα να πάω στη τράπεζα για την κατάθεση των χρημάτων. Το αυτοκίνητο, ενώ συνήθως το παρκάρω στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εκείνο το βράδυ το είχα παρκάρει λίγο παραπέρα από το σπίτι, γιατί κάποιος μου είχε πιάσει το πάρκιν. Πηγαίνω εκεί που το είχα παρκάρει, πολύ κοντά στο σπίτι και σε σίγουρο μέρος, αλλά το αυτοκίνητο πουθενά. Κοπήκανε τα πόδια μου. Δεν ήταν δυνατόν.

Στη γειτονιά. Λίγα μέτρα από το σπίτι.
Ποτέ κανείς δεν είχε παραπονεθεί για κλοπές. Είμαστε ήσυχη γειτονιά. Κόντεψα να τρελαθώ. Δεν ήταν μόνο το αυτοκίνητο που έχασα, κι αν το εύρισκα και πως θα το εύρισκα, και πως θα πηγαίνω στη δουλειά και πως θα πηγαίνει ο γιος μου στο σχολείο που τον πήγαινα εγώ κάθε πρωί, δεν ήταν που δεν είχα καθόλου χρήματα να αγοράσω άλλο, ήταν ότι είχα μέσα και τις 14.000 ευρώ. Πήγα να τρελαθώ πραγματικά.

Και εκτός αυτού και το σπίτι θα έχανα, αφού δεν πρόλαβα να στείλω τα χρήματα στην τράπεζα. Και το αυτοκίνητο και τα χρήματα, αλλά και θα μου κρατούσαν κι από τον μισθό μου 250 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το δάνειο. Τρελάθηκα. Ένοιωσα δύσπνοια, κιτρίνισα. Γύρισα στο σπίτι και κάθισα μουδιασμένη. Τώρα τι να κάνω. Παίρνω αμέσως το 100 και καταγγέλλω τη κλοπή. -Τι να σας πω κυρία μου, μου λέει στην άλλη άκρη της γραμμής ο αστυνομικός, στην Αθήνα κάθε μέρα κλέβονται 100 αυτοκίνητα.

Θα δώσουμε τα στοιχεία στα περιπολικά κι αν τύχει και πέσουμε επάνω.. αν είστε τυχερή… πηγαίνετε και στο αστυνομικό τμήμα να κάνετε και μήνυση κατά αγνώστων. Όλα μαύρα… Πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, κι εκεί τα ίδια. Εκεί ένα παιδί, νέος αστυνομικός, μου φέρνει ένα μπουκαλάκι νερό -πως θα με είδε το παιδί- και μου λέει.
– Ηρεμήστε μπορεί και να το βρείτε…

Γυρίζω σπίτι και περιμένω…Στη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα. Πως συνέβη αυτό, γιατί συνέβη αυτό, γιατί ο Θεός να μου δώσει αυτή τη δοκιμασία…Εκεί μου ήρθε τότε στο νου μια κουβέντα, που μου είχε πει ένα σεβάσμιος γέροντας κάποτε, που πήγα κοντά του να εξομολογηθώ. Ήμουν τότε πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη για τα παιδιά μου, για τη ζωή μου…έκλαιγα, μιλούσα κι έκλαιγα…τότε μου λέει.

– Μην κλαις. Ο Θεός μας δίνει τις δοκιμασίες για κάποιο λόγο. Είναι, όμως, πατέρας μας και αγαπάει τα παιδιά του. Το καλό μας θέλει. Πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Για κάποιο λόγο μας τα στέλνει όλα τούτα. Μην κλαις. Είναι αμαρτία, γιατί δείχνεις ότι δεν τον εμπιστεύεσαι…Να κάνεις την προσευχή σου και να αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στο θέλημά του.

Εγώ, όμως, είμαι ένας άνθρωπος κοσμικός.

Ψάχνω βέβαια τα πνευματικά μονοπάτια, αλλά πολύ μικρή είναι η πίστη μου. Θυμήθηκα τα λόγια τούτα του γέροντα και σκέφτηκα ξανά τα γεγονότα κάτω από άλλη ματιά. Για ποιό λόγο γίνονται όλα, για κάποιο λόγο μας στέλνει ο Θεός τις δοκιμασίες. Για λίγο όμως, γιατί ξανά με κυρίευσε η απελπισία, αλλά πάλι ξανασκέφτηκα τα λόγια του γέροντα.. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα ότι μου είχε δώσει μια προσευχή να διαβάζω στα δύσκολα αλλά… και στα εύκολα μου είχε πει.

Έψαξα πού την είχα καταχωνιάσει εδώ και τόσα χρόνια -θα είχαν περάσει 8-9 χρόνια από τότε. Τη βρήκα όμως, δεν την είχα πετάξει. Την διάβασα πολλές φορές. Ήταν η προσευχή των πατέρων της Όπτινα. Σε λίγο ξαναπήρα τηλέφωνο το 100. Τίποτα. Το αστυνομικό τμήμα τίποτα. Ήρθε μεσημέρι. Γύρισαν τα παιδιά από τα σχολεία τους.

Τους είπα τα καθέκαστα.
Στεναχωρέθηκαν πολύ. Εγώ μουδιασμένη, αλλά κάπου άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να αποδέχομαι αυτά που μου τυχαίνουν στην ζωή. Να έχω εμπιστοσύνη στο Θεό.

Μάλλον, όμως, το ’κανα και αναγκαστικά, αφού δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο. Όμως αυτή η κουβέντα του γέροντα όλο και μεγάλωνε στο μυαλό μου…Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό… Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Άρα πρέπει να σκεφτώ ποιός είναι ο σκοπός, είπα εγώ στον εαυτό μου, αφού αυτή είναι η πάγια τακτική μου, όλα να τα εξηγώ. Έλα, όμως, που ορισμένα είναι πάνω από τη δύναμη του νου μου.

Έτσι πέρασε η μέρα. Κάνοντας τηλεφωνήματα, αγωνιώντας, ξανακάνοντας προσευχή.
Κατά τις 11:30 η ώρα το βράδυ ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.

– Κυρία μου είμαστε από το αστυνομικό τμήμα Κάτω Πατησίων. Έχετε ένα αυτοκίνητο άσπρο, τάδε μάρκα με τάδε νούμερα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.

Ναι. Τι έγινε. Έχουμε εδώ δυο άτομα που είχαν το αυτοκίνητό σας, τους σταματήσαμε για έλεγχο και βρήκαμε το δίπλωμα και τα χαρτιά σας. Ελάτε αμέσως.

Έτρεξα κατευθείαν εκεί. Ήταν δυο νεαροί -όχι κακά παιδιά- με σκυμμένο το κεφάλι.

-Κυρία μου, μου λέει ο διοικητής τι είχατε στο αυτοκίνητό σας εκτός από τα χαρτιά σας; -Χρήματα κύριε διοικητά. -Πόσα; 14.000 ευρώ. Καλά κυρία μου, αφήνουμε τόσα λεφτά στο αυτοκίνητο;

Τι να του πω δίκιο είχε. Βγάζει τότε από το συρτάρι του ένα φάκελο, τον φάκελο της υπηρεσίας μου, που είχα βάλει μέσα τα χρήματα και μου λέει:-Μετρήστε τα.

Κοπήκανε τα πόδια μου. Μα ήταν δυνατόν; Αρχίζω και μετράω.

Τα χρήματα ήταν όλα εκεί δεν έλειπε ούτε ένα ευρώ. Δεν είναι δυνατόν λέω. Πως έγινε αυτό; Ρωτάει τότε ο διοικητής τους νεαρούς.- Τι έγινε παιδιά; Πως και δεν πειράξατε τα χρήματα; Δεν τα βρήκατε;

-Όχι απαντάει ο ένας. Δηλαδή βρήκαμε τον φάκελο, αλλά δεν τον ανοίξαμε.- Γιατί τους ρωτά ο αστυνομικός. -Να καθώς ψάχναμε το αυτοκίνητο, στο ντουλαπάκι μπροστά, του συνοδηγού βρήκαμε τα διπλώματα της κυρίας και των παιδιών της, την άδεια του αυτοκινήτου και βρήκαμε κι έναν φάκελο ίδιο που είχε μέσα ένα κομμάτι ψωμί από την εκκλησία, ξερό.

– Αντίδωρο το λένε , του λέει ο άλλος.

– Ναι αντίδωρο. Ε, και καθώς ψάχναμε βρήκαμε στο τσεπάκι στο πλάι του αυτοκινήτου και αυτό τον φάκελο και είπαμε ότι αντίδωρο θα ’χει πάλι μέσα αυτή, όπως είχε στο άλλο. Φαίνεται ότι θα ’ναι καμιά θρήσκα… Και έτσι δεν ανοίξαμε τον φάκελο..

Μείναμε όλοι άφωνοι. Μαζεύτηκαν όλοι οι αστυνομικοί γύρω-γύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι. Κανείς δε μιλούσε.

Δεν θα σας κουράσω με άλλες λεπτομέρειες. Σε λίγο ήρθαν οι γονείς τους -καλοί άνθρωποι- απέσυρα τη μήνυση και γύρισα σπίτι. Εκεί έγινε πάλι άλλο σκηνικό. Τα παιδιά μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το αυτοκίνητο βρέθηκε άθικτο, μόνο η βενζίνη είχε τελειώσει, και τα χρήματα όλα. Ήταν συγκλονιστικό. Δηλαδή ένα μικρό κομματάκι αντίδωρο μπόρεσε να ανατρέψει μια σειρά γεγονότων.

Γιατί, αν είχαν βρει τα χρήματα, σίγουρα τα πράγματα θα έβαιναν αλλιώς. Και πότε το είχα βάλει εκεί το αντίδωρο ούτε που θυμόμουν. Εκείνο το ντουλαπάκι σπάνια το ανοίγω. Και το αντίδωρο θα το είχα από το καλοκαίρι ίσως, που πηγαίνω καμιά φορά σε κάποιο προσκύνημα. Αλλά πάλι πως το έβαλα μέσα στο φάκελο. Ούτε που μπορώ να
θυμηθώ.

Σημασία βέβαια έχει πως το γεγονός αυτό με έκανε να βλέπω τη ζωή αλλιώς. Να βλέπω με σεβασμό το καθετί και να αποδέχομαι με σεβασμό σχεδόν με ευγνωμοσύνη ακόμα και τα άσχημα, που μου συμβαίνουν στη ζωή.

Το περιστατικό έγινε αιτία να επηρεαστούν αρκετοί άνθρωποι. Πρώτη εγώ. Μετά τα παιδιά μου, που συνήθως με κοντράρουν πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, τώρα όλο και συζητούν θέματα πνευματικά και ο μικρός -τελειόφοιτος λυκείου- εφέτος για πρώτη φορά νήστεψε. Αυτό τον καιρό συμμετέχω σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα και επειδή εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο μάθημα εξήγησα στον καθηγητή μου τι είχε συμβεί.

Την άλλη μέρα, όταν του είπα την συνέχεια, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και με παρότρυνε να πάω να κοινωνήσω, πράγμα που έκανα καθώς πλησίαζε η γιορτή του Αγίου Νικολάου. Περιττό να πω ότι ανέφερε το γεγονός σε όλο το τμήμα και έμειναν να με κοιτάζουν όλοι κατάπληκτοι.

Η μητέρα του ενός από τα παιδιά, που είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου τηλεφώνησε λίγο μετά τα Χριστούγεννα και μου είπε πως ο γιος της τής ζήτησε να νηστέψει και να πάει να κοινωνήσει, γιατί του έκανε λέει μεγάλη εντύπωση το γεγονός με το αντίδωρο και το ότι δεν είχε συνέπειες η κακή του αυτή πράξη για την οποία και είχε μετανιώσει πικρά…

Οι συνάδελφοι στη δουλειά άκουσαν το γεγονός, ορισμένοι μπορεί να το ξέχασαν, ορισμένοι, όμως, που και μου το θυμίζουν και συχνά κουβεντιάζουμε για το αν υπάρχουν δυνάμεις πάνω από μας, που ρυθμίζουν τις ζωές μας. Και ακόμα η διήγηση του γεγονότος αυτού με έκανε να έρθω κοντά με μια φίλη, που με βοηθά να βαδίσω στον δρόμο τον πνευματικό με όλο και πιο σίγουρα βήματα. Τη λένε Αγγελική.

Τα λόγια αυτά του γέροντα, τα λόγια της προσευχής, τα θυμάμαι πάντα στα δύσκολα, αλλά και στα εύκολα. Αυτή η προσευχή τυπώθηκε στο νου και στην καρδιά μου και τη ψιθυρίζω από τότε συχνά, σχεδόν κάθε μέρα…

«Κύριε…Στις απρόοπτες καταστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από σένα… Δίδαξε με να δέχομαι με ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δεν συμβαίνει, χωρίς να το επιτρέψεις εσύ…

Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξε με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και ν’ αγαπώ. ΑΜΗΝ».Και μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας δεν βάζει ο νους του ανθρώπου τι μπορεί να του ξημερώσει και τι πράγματα μπορεί να του συμβούν.

πηγή : Agioritikovima.gr

 

https://www.pentapostagma.gr/ekklisia/pneymatika-ofelima/5871257_xero-antidoro-mia-alithina-sygklonistiki-istoria

 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Η ΕΒΡΑΙΟΠΟΥΛΑ

Στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἀ­νά­με­σα στ’ ἄλ­λα παι­διὰ πή­γαι­νε καὶ μιὰ μι­κρὴ Ἑ­βραι­ο­πού­λα. Ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ ἔ­ξυ­πνο κο­ρι­τσά­κι, ποὺ ὅ­μως εἶ­χε ἀ­πο­κλει­στεῖ ἀ­πὸ ἕ­να μά­θη­μα, τὰ Θρη­σκευ­τι­κά. Για­τὶ τὸ σχο­λεῖ­ο ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κὸ κι αὐ­τὴ δὲν ἦ­ταν Χρι­στια­νή…

Στὰ ἄλ­λα ὅ­μως μα­θή­μα­τα, τὴ Γε­ω­γρα­φί­α, τὰ Μα­θη­μα­τι­κά, ἦ­ταν πο­λὺ κα­λὴ καὶ ἔ­παιρ­νε εὔ­κο­λα τὰ γράμ­μα­τα.

Ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε τὸ μά­θη­μα τῶν Θρη­σκευ­τι­κῶν, ὁ δά­σκα­λος τῆς ἔ­λε­γε ν’ ἀ­νοί­ξει τὰ βι­βλί­α της καὶ νὰ με­λε­τή­σει τὰ ἄλ­λα μα­θή­μα­τα. Ἡ Ἑ­βραι­ο­πού­λα ὅ­μως τὰ δι­ά­βα­ζε γρή­γο­ρα κι ὕ­στε­ρα, ἀ­φή­νον­τας τὰ βι­βλί­α ἀ­νοι­χτὰ μπρο­στά της, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸν δά­σκα­λο τῶν Θρη­σκευ­τι­κῶν.

-  Δι­ά­βα­ζε, δι­ά­βα­ζε, Σάρ­ρα! τῆς ἔ­λε­γε ἐ­κεῖ­νος σο­βα­ρά.

Μὰ ἐ­κεί­νη ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο πά­λι σή­κω­νε τὰ με­γά­λα μαῦ­ρα μά­τια της καὶ τὸν κοί­τα­ζε…

Μιὰ φο­ρὰ γιὰ νὰ τὴ δο­κι­μά­σει, ὁ δά­σκα­λος τῶν Θρη­σκευ­τι­κῶν τὴ ρώ­τη­σε κι ἐ­κεί­νη ἀ­πάν­τη­σε κα­λύ­τε­ρα ἀ­π’ τοὺς ἄλ­λους συμ­μα­θη­τές της. Τὰ εἶ­χε προ­σέ­ξει ὅ­λα ὅ­σα εἶχε πεῖ ἐ­κεῖ­νος καὶ τὰ εἶ­χε κλεί­σει στὴν καρ­διά της.

Ὁ πα­τέ­ρας τῆς Ἑ­βραι­ο­πού­λας, ἕ­νας κα­λὸς καὶ θρη­σκευ­ό­με­νος ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν ἔ­στει­λε τὴν κό­ρη του στὸ σχο­λεῖ­ο, εἶ­χε βά­λει ὅρο νὰ τὴν ἀ­πο­κλεί­σουν ἀ­πὸ τὸ μά­θη­μα τῶν Θρη­σκευ­τι­κῶν. Ἡ μι­κρὴ ὅ­μως πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μὲ τό­ση προ­σο­χὴ τὸ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο μά­θη­μα, ὥ­στε μιὰ μέ­ρα ὁ δά­σκα­λος πῆ­γε στὸν πα­τέ­ρα της καὶ τοῦ εἶ­πε ἢ νὰ πά­ρει τὴν κό­ρη του ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἢ νὰ τὴν ἀ­φή­σει νὰ γί­νει Χρι­στια­νή.

-  Δὲ μπο­ρῶ πιά, τοῦ εἶ­πε, νὰ βλέ­πω ἀ­δι­ά­κο­πα μπρο­στά μου τὰ μά­τια αὐ­τοῦ τοῦ παι­διοῦ, ποὺ μὲ κοι­τά­ζουν μὲ τό­ση λα­χτά­ρα, μὲ τό­ση ἀ­γά­πη γιὰ τὰ λό­για τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου…

Ὁ πα­τέ­ρας τό­τε τοῦ ἀ­πάν­τη­σε κλαί­γον­τας:

- Ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω καὶ πολ­λὰ γιὰ τὴ θρη­σκεί­α τῶν προ­γό­νων μου. Ἡ γυ­ναί­κα μου ὅ­μως, ἡ μη­τέ­ρα τῆς Σάρ­ρας, ἦ­ταν μιὰ πι­στὴ κό­ρη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ καὶ τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κα τὴν ὥ­ρα ποὺ πέ­θαι­νε, νὰ μὴν ἀ­φή­σω πο­τὲ τὸ παι­δί μας νὰ γί­νει Χρι­στια­νή. Καὶ πρέ­πει νὰ κρα­τή­σω τὸν λό­γο μου!

Ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ Ἑ­βραι­ο­πού­λα ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­φή­σει τὸ σχο­λεῖ­ο τῶν Χρι­στια­νῶν.

Πέ­ρα­σαν χρό­νια…

Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη δού­λευ­ε ὑ­πη­ρέ­τρια μιὰ νε­α­ρὴ Ἑ­βραί­α. Τὰ μαλ­λιά της ἦ­ταν μαῦ­ρα ὅ­πως ὁ ἔ­βε­νος καὶ τὰ μά­τια της, μαῦ­ρα καὶ φω­τει­νά, ἦ­ταν με­γά­λα καὶ γλυ­κά.

Ἦ­ταν ἡ Σάρ­ρα. Ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που της εἶ­χε μεί­νει παι­δι­κή, ὅ­πως τό­τε ποὺ κα­θό­τα­νε στὸ θρα­νί­ο καὶ ἄ­κου­γε τὸν Χρι­στια­νὸ δά­σκα­λό της.

Κά­θε Κυ­ρια­κὴ οἱ δρό­μοι τῆς μι­κρῆς πο­λι­τεί­ας πλημ­μύ­ρι­ζαν ἀ­π’ τοὺς ὑ­πο­βλη­τι­κοὺς ἤ­χους τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ὀρ­γά­νου ποὺ ἔ­παι­ζε στὴ Μη­τρό­πο­λη. Ἡ νε­α­ρὴ ὑ­πη­ρέ­τρια ὅ­μως συ­νέ­χι­ζε τὴ δου­λειά της στὸ σπί­τι ποὺ τὴν εἶ­χαν προσ­λά­βει. «Νὰ τη­ρεῖς ἱ­ε­ρὴ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του», ἔ­λε­γε μέ­σα της ἡ φω­νὴ τοῦ ἑ­βρα­ϊ­κοῦ Νό­μου. Τὸ Σάβ­βα­το ὅ­μως ἦ­ταν ἐρ­γά­σι­μη μέ­ρα γιὰ τοὺς Χρι­στια­νούς. «Νὰ με­τρά­ει τά­χα ὁ Θε­ὸς τὶς ἡ­μέ­ρες καὶ τὶς ὧ­ρες;» ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν συ­χνὰ ἡ νέ­α. Καὶ μὲ τὴ σκέ­ψη αὐ­τὴ πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν ποὺ δὲ γι­όρ­τα­ζε τὴν Κυ­ρια­κὴ μὲ τοὺς Χρι­στια­νούς, οὔ­τε τὸ Σάβ­βα­το μὲ τοὺς Ἑ­βραί­ους. Δι­ά­βα­ζε μο­νά­χα τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, τὸν θη­σαυ­ρὸ αὐ­τὸν τοῦ λα­οῦ της καὶ ἤ­ξε­ρε τώ­ρα πὼς δὲν ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ δι­α­βά­σει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, για­τὶ ὁ πα­τέ­ρας της εἶ­χε τά­ξει στὴ μη­τέ­ρα της νὰ μὴν τὴν ἀ­φή­σει πο­τὲ νὰ γί­νει Χρι­στια­νή… Τὰ λό­για ὅ­μως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ποὺ τὰ εἶ­χε ἀ­κού­σει ἄλ­λο­τε ἀ­π’ τὸν δά­σκα­λο, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ ἀν­τη­χοῦν μὲς στὴν καρ­διά της σὰ μιὰ μα­κρι­νὴ παι­δι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση, ποὺ τὴν τύ­λι­γε ἡ νο­σταλ­γί­α τῶν παι­δι­κῶν της χρό­νων.

Ἕ­να βρά­δυ κα­θό­ταν σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς αἴ­θου­σας μα­ζὶ μὲ τ’ ἀ­φεν­τι­κά της. Ὁ κύ­ριος δι­ά­βα­ζε μιὰ ἱ­στο­ρί­α. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν ἦ­ταν ἀπ’ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ ἡ Σάρ­ρα μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀ­κού­σει.

Ἦ­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ κά­ποι­ον Οὖγ­γρο ἱπ­πό­τη, ποὺ εἶ­χε πια­στεῖ αἰχ­μά­λω­τος ἀ­πὸ ἕ­ναν Τοῦρ­κο πα­σά. Ὁ Τοῦρ­κος τὸν εἶ­χε ζέ­ψει στὸ ἀ­λέ­τρι μα­ζὶ μὲ τὰ βό­δια καὶ τὸν χτυ­ποῦ­σε μὲ τὸ μα­στί­γιο χω­ρὶς λύ­πη­ση, ὥ­σπου ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει αἷ­μα ἀ­π’ τὶς πλη­γές του. Ἡ πι­στὴ γυ­ναί­κα τοῦ ἱπ­πό­τη πού­λη­σε ὅ­λα τὰ χτή­μα­τά της καὶ δα­νεί­στη­κε καὶ ἄλ­λα λε­φτὰ ἀ­π’ τοὺς φί­λους του γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει τὰ λύ­τρα ποὺ ζη­τοῦ­σε ὁ πα­σάς, γιὰ νὰ ἀ­φή­σει ἐ­λεύ­θε­ρο τὸν ἄ­τυ­χο ἄν­τρα της. Ἔ­τσι ἡ κα­λή του γυ­ναί­κα κα­τόρ­θω­σε νὰ τὸν ἐ­ξα­γο­ρά­σει ἀ­π’ τὸν πα­σά.

Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα κη­ρύ­χτη­κε πά­λι πό­λε­μος καὶ ὁ ἱπ­πό­της στά­θη­κε πιὸ τυ­χε­ρὸς αὐ­τὴ τὴ φο­ρά. Σὲ μιὰ μά­χη ποὺ νί­κη­σαν οἱ Χρι­στια­νοί, ὁ ἱπ­πό­της ἔ­πι­α­σε αἰχ­μά­λω­το τὸν πα­σά, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν εἶ­χε ἄλ­λο­τε βα­σα­νί­σει. Ὅ­ταν ἔ­φε­ραν τὸν αἰχ­μά­λω­το Τοῦρ­κο μπρο­στά του, ὁ ἱπ­πό­της τὸν ρώ­τη­σε:

- Ξέ­ρεις τώ­ρα τί σὲ πε­ρι­μέ­νει;

- Ναί, ξέ­ρω! ἀ­πάν­τη­σε ὁ πα­σάς. Θὰ μ’ ἐκ­δι­κη­θεῖς!

- Ναί, θὰ σ’ ἐκ­δι­κη­θῶ! τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ Οὖγ­γρος. Θὰ σ’ ἐκ­δι­κη­θῶ ὅ­μως σὰ Χρι­στια­νὸς ποὺ εἶ­μαι. Ὁ Χρι­στός μας ἔ­χει προ­στά­ξει νὰ συγ­χω­ροῦ­με τοὺς ἐ­χθρούς μας καὶ ν’ ἀ­γα­ποῦ­με τὸν πλη­σί­ον μας σὰν τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας, για­τὶ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη! Πή­γαι­νε στὸ κα­λό, γύ­ρι­σε στὴν πα­τρί­δα σου καὶ κοί­τα­ξε ἄλ­λη φο­ρὰ νὰ εἶ­σαι σπλα­χνι­κὸς σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χου­νε τὴν ἀ­νάγ­κη σου!

Ὁ αἰχ­μά­λω­τος, σὰν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει.

- Ποῦ νὰ βά­λω στὸν νοῦ μου τό­σην ἀν­θρω­πιά! ἔ­λε­γε καὶ ξα­νά­λε­γε.  Ἐ­κεῖ ποὺ πε­ρί­με­να μαρ­τύ­ρια καὶ πῆ­ρα τὸ δη­λη­τή­ριο ποὺ ἔ­χω πάν­τα μα­ζί μου γιὰ νὰ γλυ­τώ­σω ἀ­π’ τὴν ἐκ­δί­κη­σή σου, ἐ­σὺ μοῦ χα­ρί­ζεις τὴ ζω­ὴ καὶ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α! Τώ­ρα ὅ­μως εἶ­ναι ἀρ­γὰ πιά… Σὲ λί­γες ὧ­ρες θὰ εἶ­μαι νε­κρός… Πρὶν πε­θά­νω, ὡ­στό­σο, θέ­λω νὰ γί­νω Χρι­στια­νός, θέ­λω νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ ἔ­χει σκορ­πί­σει τό­ση ἀ­γά­πη στὸν κό­σμο! Θέ­λω νὰ πε­θά­νω Χρι­στια­νός…

Καὶ ἔ­τσι πραγ­μα­τι­κὰ ἔ­γι­νε.

Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ δι­ά­βα­σε ὁ κύ­ριος τῆς Σάρ­ρας ἀ­π’ τὸ πα­λιὸ βι­βλί­ο. Ὅ­λοι ὅ­σοι τὴν ἄ­κου­σαν συγ­κι­νή­θη­καν πο­λύ, πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως ἡ Σάρ­ρα, ἡ Ἑ­βραι­ο­πού­λα, ποὺ κα­θό­τα­νε στὴ γω­νιά της κι ἔ­κλαι­γε ἀ­πὸ τὴ συγ­κί­νη­ση καὶ ἀ­πὸ τὴ νο­σταλ­γί­α, κα­θὼς ἀ­να­θυ­μό­ταν τὰ παι­δι­κά της χρό­νια καὶ τὰ λό­για τοῦ κα­λοῦ της δα­σκά­λου.

Ὡ­στό­σο τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἀν­τή­χη­σαν μέ­σα της καὶ τὰ λό­για τῆς μη­τέ­ρας της, ποὺ τὰ εἶ­χε πεῖ στὸν πα­τέ­ρα της:

«Νὰ μὴν ἀ­φή­σεις τὸ παι­δί μας νὰ γί­νει Χρι­στια­νή!»

Ἀ­μέ­σως ὕ­στε­ρα ἡ Σάρ­ρα ἄ­κου­σε τὴ φω­νὴ τοῦ ἑ­βρα­ϊ­κοῦ Νό­μου: «Τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου!»

Καὶ ἡ Σάρ­ρα ἄρ­χι­σε τό­τε νὰ σκέ­φτε­ται: «Οἱ Χρι­στια­νοὶ δὲ μὲ δέ­χον­ται στὴν κοι­νω­νί­α τους. Ἀ­πὸ μι­κρὴ στὸ σχο­λεῖ­ο, τὸ νοι­ώ­θω κα­λὰ πὼς μὲ πα­ρα­με­ρί­ζουν. Ἡ θρη­σκεί­α τους ὅ­μως εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μη καὶ μί­α της ἀ­χτί­δα ἔ­χει φω­τί­σει βα­θιὰ τὴν καρ­διά μου κι ἂς κλεί­νω τὰ μά­τια γιὰ νὰ μὴν τὴν ἰ­δῶ».

»Δὲν πρό­κει­ται ὅ­μως νὰ σὲ στε­νο­χω­ρή­σω στὸν τά­φο σου, κα­λή μου μη­τέ­ρα! συ­νέ­χι­σε τοὺς συλ­λο­γι­σμούς της ἡ Σάρ­ρα. Δὲ θὰ πα­τή­σω τὸν λό­γο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­τέ­ρας! Θὰ μεί­νω πι­στὴ στὸν Θε­ὸ τῶν προ­γό­νων μας!»

Πέ­ρα­σαν πά­λι ἀρ­κε­τὰ χρό­νια…

Ὁ κύ­ριος τῆς Σάρ­ρας πέ­θα­νε. Ἡ χή­ρα του ἔ­μει­νε χω­ρὶς πό­ρους κι ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­στη­κε ν’ ἀ­πο­λύ­σει τὴν ὑ­πη­ρέ­τριά της. Ἡ Σάρ­ρα ὅ­μως δὲ δέ­χτη­κε ν’ ἀ­φή­σει τὴν κυ­ρί­α της, ἔ­γι­νε μά­λι­στα τὸ με­γά­λο της στή­ριγ­μα στὰ γε­ρά­μα­τά της. Πῆ­ρε δου­λει­ὲς στὸ σπί­τι, δού­λευ­ε ὣς ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα κι ἔ­τσι ἔ­βγα­ζε ἀρ­κε­τὰ γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ συν­τη­ρεῖ τὴ γριὰ κυ­ρί­α της.

Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε καὶ ἔ­με­νε στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἡ Σάρ­ρα πή­γαι­νε καὶ τὴν ἔ­βλε­πε τα­χτι­κά, τὴ φρόν­τι­ζε σὰ νά ‘ταν μη­τέ­ρα της καὶ ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κὰ ὁ προ­στά­της της ἄγ­γε­λος.

- Ἐ­κεῖ στὸ τρα­πέ­ζι εἶ­ναι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, τῆς εἶ­πε κά­ποι­α βρα­διὰ ἡ ἄρ­ρω­στη. Δι­ά­βα­σέ μου ἀ­πὸ ‘κεῖ… Ἡ ψυ­χή μου εἶ­ναι κου­ρα­σμέ­νη καὶ δι­ψά­ει γιὰ ἕ­ναν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου!

Ἡ Σάρ­ρα ἔ­σκυ­ψε τὸ κε­φά­λι. Πῆ­ρε ὡ­στό­σο τὸ Ἱ­ε­ρὸ Βι­βλί­ο τῶν Χρι­στια­νῶν, τὸ ἄ­νοι­ξε καὶ δι­ά­βα­σε τῆς ἄρ­ρω­στης. Κα­θὼς δι­ά­βα­ζε, ἔ­λε­γε μέ­σα της: «Μὴ φο­βᾶ­σαι, μη­τέ­ρα, ἡ κό­ρη σου δὲ θὰ βα­φτι­στεῖ Χρι­στια­νή… Θὰ τι­μή­σω τὴ θέ­λη­σή σου ἐ­δῶ στὴ γῆ.  Πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τὸ ὅ­μως, στὸν ἄλ­λο κό­σμο, ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος γιὰ ὅ­λους… Κι ἐ­κεῖ μὲ πε­ρι­μέ­νει ὁ Χρι­στός! Νὰ τὸ ξέ­ρεις…»

Καὶ προ­φέ­ρον­τας τὸ πα­νά­γιο Ὄ­νο­μά Του ἡ Σάρ­ρα ἔ­τρε­με ὁ­λό­κλη­ρη. Κά­τι σὰ βά­φτι­σμα ἀ­πὸ φλό­γες τὴν κυ­ρί­ε­ψε καί, νι­κών­τας τὸ σῶ­μα της, τὴν ἔ­κα­με νὰ λι­πο­θυ­μή­σει.

Ἡ ἄρ­ρω­στη, κα­θὼς τὴν εἶ­δε νὰ λι­πο­θυ­μᾶ, σκέ­φτη­κε:

- Τὴν κα­η­μέ­νη τὴ Σάρ­ρα! Πα­ρα­κου­ρά­στη­κε φρον­τί­ζον­τάς με…

Τὴν πή­γα­νε στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο κι ἐ­κεῖ ἡ Σάρ­ρα πέ­θα­νε. Τὴν κη­δέ­ψα­νε ὄ­χι στὸν πε­ρί­βο­λο τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου, ὅ­που ἀ­να­παύ­ον­ται μό­νο οἱ Χρι­στια­νοί, μὰ ἀ­νοίξαν τὸν τά­φο της ἔ­ξω, κον­τὰ στὸν τοῖ­χο…

Ὁ ἥ­λιος τοῦ Θε­οῦ ὅ­μως, ποὺ φω­τί­ζει ὅ­λο τὸν κό­σμο, χά­ι­δευ­ε μὲ τὶς ἀ­χτί­δες του τὸν τά­φο τῆς Ἑ­βραι­ο­πού­λας, ὅ­πως δὰ καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τά­φους… Καὶ ὅ­ταν γι­νό­ταν πα­ρά­κλη­ση πά­νω ἀ­πὸ τοὺς ξέ­νους τά­φους, οἱ ψαλ­μοὶ ἔ­φτα­ναν καὶ στὸν μο­να­χι­κὸ καὶ ἀ­πό­με­ρο τά­φο τῆς Σάρ­ρας, γιὰ νὰ τῆς φέ­ρουν τὸ με­γά­λο μή­νυ­μα τῆς Ἀ­νά­στα­σης, μιὰ καὶ ἡ Ἑ­βραί­α ἤ­ξε­ρε πιὰ κα­λὰ τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ὁ Κύ­ριος τὰ εἶ­χε πεῖ στοὺς ἀ­πο­στό­λους Του:

«Ὁ Ἰ­ω­άν­νης σᾶς βά­φτι­σε μὲ νε­ρό, ἐ­γὼ ὅ­μως θὰ σᾶς βα­φτί­σω μὲ τὴ φω­τιά!» (Ματθ. 3, 11).

Πηγή: Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν, ΑΠΑΝΤΑ, τ. Ε΄, ἐκδόσεις Ι. Δ. ΑΡΣΕΝΙΔΗ, Ἀθήνα. 

Ἱστορίες γιὰ (μικρὰ καὶ μεγάλα) παιδιά

 

Ἀντιγραφή-Ἐπιμέλεια: «Ἀντιύλη» - Ἱ. Ν. Ἁγίου Βασιλείου, Πρέβεζα.

E-mail: antiyli.gr@gmail.com.

Σχόλιο ἀπὸ «Ἀντιύλη»: Ὁ Παράκλητος, ἡ Θεία Χάρη, δρᾶ κυριαρχικά, ἐλεύθερα καὶ ὄχι δουλικά. Δὲν ὑπόκειται, ἀλλὰ ὑπερβαίνει (ὅπου δεῖ) τὰ σχήματα τοῦ νῦν αἰῶνος. Ἀναζητεῖ τὰ ἐσκορπισμένα πρόβατα γιὰ νὰ τὰ φέρει στὴ μία ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

«Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3, 8). Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πνέει σὲ ὅσους θέλει, ὅταν θέλει, σὲ ὅσο βαθμὸ θέλει, μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι σὲ κάποια θολὴ θρησκευτικότητα.

Ὑπάρχει, πλὴν τοῦ κανονικοῦ βαπτίσματος, τὸ βάπτισμα αἵματος (μάρτυρες) καὶ τὸ βάπτισμα πυρός. «Αὐτὸς ἡμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Λουκ. 3, 16). Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν (Πεντηκοστὴ) εἶναι βάπτισμα πυρός. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἡ ἐπισκίασή της ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου (Εὐαγγελισμὸς) εἶναι ἕνα εἰδικὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβε μόνο ἡ Παναγία μας (Λουκ. 1, 35).

Κάθε ἄνθρωπος ποὺ εἶναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» καὶ «ἐκ τῆς ἀληθείας», ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ὅπως ἔγινε μὲ τὴ Σάρρα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἄντερσεν. «Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει» (Ἰω. 8, 47· 18, 37· 10, 27). Ἡ δύναμη τοῦ λόγου του εἶναι καταλυτική. Ὅταν κάποιος ἀγαπάει πραγματικὰ τὸ καλό, τὴν ἀλήθεια, ὁ Θεός, «οἷς ἐπίσταται κρίμασι», μὲ τρόπους ποὺ μόνο αὐτὸς γνωρίζει, θὰ τὸν ἑλκύσει «πρὸς ἑαυτόν», ὅσα ἐμπόδια καὶ ἂν παρεμβληθοῦν ἀνάμεσά τους.

Ὁ Ἄντερσεν μᾶς ἐκπλήσσει εὐχάριστα μὲ τὸ ὡραιότατο παραμύθι του. Στηρίζεται ἄραγε σὲ πραγματικὴ ἱστορία; Καθόλου ἀπίθανο. Ἂν ὄχι, ὑποκλινόμαστε στὴν ἐμπνευσμένη φαντασία του. Ὅπως κι ἂν ἔχει, εἶναι συγκλονιστικό!

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Το παιδί και το αντίδωρο

Μια γλυκιά στιγμή!!! Το παιδί και το αντίδωρο.

Το πρωί σε μία οικογένεια, μας εξιστορεί ένας πατέρας:

Στο σπίτι μας υπάρχει μια όμορφη συνήθεια πριν οτιδήποτε θα κάνουμε την προσευχή μας με τα μικρά παιδιά της οικογένειας όλοι μαζί και έπειτα θα πάρουμε ένα κομματάκι αντίδωρο πριν το πρωινό μας.
Τώρα βέβαια με το άνοιγμα των σχολείων άλλαξε το πρόγραμμα της αφύπνισης και ο μικρότερος όλων μένει μόνος του αφού είναι 2,5 χρονών και δεν ξυπνά τόσο νωρίς.

Κανονικά σήμερα, ξύπνησαν όλοι, έκαναν την προσευχή τους, πήραν το αντίδωρο και το πρωινό τους και έπειτα έφυγαν για το σχολείο.

Όμως κατανάλωσαν το αντίδωρο και δεν έμεινε για τον μικρό, ο οποίος ξύπνησε πήγε στην εικόνα η οποία είναι τοποθετημένη στο πιο χαμηλό σημείο για να μπορεί να την ασπάζεται και έκανε τον δικό του Σταυρό, είπε τρεις φορές το Κύριε Ελέησον, προσπάθησε να πει το Πάτερ ημών και ασπάστηκε την εικόνα του Αγίου του.

Έκατσε λοιπόν στο τραπέζι και ζήτησε όπως κάθε μέρα το κομματάκι από το «μωμι» δηλαδή το αντίδωρο αλλά όμως δεν είχε απομείνει..... Σκεπτόμενος να μην του χαλάσω την καλή αυτή συνήθεια σκέφτηκα χωρίς να με δει να του κόψω ένα κομμάτι ψωμί σε σχήμα κύβου ώστε να του το δώσω.....

Το παίρνει δοκιμάζει και λέει...... «Ά νει ναι καό» στην νεοελληνική «δεν είναι καλό» ...... και συνεχίζει «τεο μωμι εκκησια» δηλαδή θέλω ψωμί από την εκκλησία... Στο άκουσμα ότι δεν έχει άλλο κατέβασε το προσωπάκι του και έφυγε σιωπηλός από το τραπέζι.... Για ακόμη μια φορά πήρα το μάθημα μου από τα μικρά παιδιά.

Δεν ξεγελιέται η αγνή ψυχή εντέλει αδερφοί μου, μπορεί πολλοί να θέλουν να την ξεγελάσουν ή να την πλανέψουν.... Όταν η ψυχή διαθέτει την αγνότητα αλλά και κρατά τον Βάπτισμα της στην πίστη και στην Μυστηριακή ζωή δεν χάνεται, δεν μπορεί να λοξοδρομήσει ότι και πειρασμοί να έλθουν αυτή θα αντιδράσει φυσιολογικά βάσει της πίστεώς της και την αλήθεια της αγνότητας που περιέχει.... Διότι αυτή είναι η φυσιολογική μας θέση.

Αυτή η αγνότητα δεν έχει ηλικία δεν βρίσκεται μόνο στα μικρά παιδιά αλλά ούτε και εξαφανίζεται από όλους τους μεγάλους ηλικιακά.... Αυτή η αγνότητα είναι η πίστη προς Τον Τριαδικό Θεό, είναι το μπόλιασμα που κάνουμε στην ζωή μας, την κοσμική με την πνευματική, είναι αυτή η γλυκιά στιγμή που αντιδρά ηθικά η ψυχή μας σε κάτι που θέλει να μας επηρεάσει.... Ας είναι και ένα κομμάτι «μωμι».

Στα παιδιά βρίσκουμε πραγματικά τον δάσκαλο μας, θα πρέπει να τα μάθουμε πως να σκέπτονται όχι τί να σκέπτονται, αυτό το τί είναι η διδασκαλία τους προς εμάς.....
Η αγνότητα γίνεται ο Άρτος ο Υπερούσιος.

    - Ο Ανάξιος -

Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, Υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν»

— Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά. Ἑορτάζουμε καί πάλι τά Χριστούγγενα, τήν «Ἑορτήν τῶν Ἑορτῶν», κατά τήν ρήση τοῦ Ἁγίου Πατρός Ἰωάννου ...